Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Της καληνύχτας τα φιλιά.....

Με τη Δέσποινα μεγαλώσανε μαζί. Δεν ήταν απλά το κορίτσι της γειτονιάς. Ήταν η φίλη και η συμμαθήτρια. Στο γυμνάσιο μαζί, στο λύκειο μαζί, έξι χρόνια δεν είναι και λίγα. Ποτέ δεν μπόρεσε να την καταλάβει. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ένιωθε γι’ αυτή και ίσως τι νιώθει ακόμα. Πάντως αν πάρουμε την θεωρία που λέει πως έρωτες είναι μόνο οι ανεκπλήρωτοι, τότε ίσως και να είναι... έρωτας.

Κοιτώντας τώρα τις φωτογραφίες, τους βλέπω πάντα μαζί. Να, εδώ στην εκδρομή στη Νάουσα. Είναι μαζί στο παγκάκι. Αλλά δεν υπάρχει κάτι μεταξύ τους. Στα μάτια του Τάκη μπορείς να διακρίνεις μια χαρά που είναι κοντά της. Αλλά ως εδώ. Τίποτε περισσότερο. Δεν κατάφερε ποτέ να της το πει. Αλλά και πώς να πει ένα τέτοιο πράγμα; Πώς να της εξομολογηθεί αυτά που ένιωθε γι’ αυτή; Ποτέ δεν του έδωσε το «χώρο» που έψαχνε. Τον είχε συνεχώς, «μια με το καρότο και μια με το μαστίγιο», όπως λέει ο και ο σοφός λαός.

Έξι σχολικά χρόνια μέσα στην αθωότητα περάσανε μαζί. Ήταν πολύ περίεργη η συμπεριφορά της. Ποτέ δεν τον είχε απορρίψει. Ποτέ όμως δεν του είχε δώσει την ευκαιρία. Βέβαια και αυτός από το να ρισκάρει την απόρριψη, προσπαθούσε να την ξεπεράσει με άλλους τρόπους. Ενώ σε άλλα δεν δίσταζε τόσο, εδώ κάτι πάθαινε. Προτιμούσε να καταπιέζει τον εαυτό του. Άλλωστε και στα υπονοούμενα που τις «πετούσε» κάποιες φορές δεν έπαιρνε θετικές ενδείξεις. Δεν μπορούσε να καταστρέψει όμως και τη ζωή του. Δεν μπορούσε να ζει μόνο για αυτή. Είχε και αυτός προσωπικότητα. Άσχετα αν πέρασε όλη την πενταήμερη εκδρομή με τη σκέψη του σε εκείνη. Η Δέσποινα προτίμησε το διάβασμα για τις πανελλήνιες παρά την τελευταία εκδρομή των σχολικών της χρόνων. Και τον Τάκη τον πείραξε πολύ αυτό. Ίσως υπήρχε η κρυφή ελπίδα πως κάτι μπορεί να γινόταν σε αυτή την εκδρομή.

Τα σχολικά χρόνια περάσανε και αυτοί πλέον ζούσαν μακριά. Αυτή σπουδές στα Γιάννενα. Αυτός στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχε βέβαια η τηλεφωνική επαφή. Αλλά φτάνει; Ο Τάκης την σκεφτόταν και πάλι αρκετά. Είχε μπει πλέον στη ζωή του και η Βιβή. Την αγαπούσε πολύ. Σκεφτόταν σοβαρά τη σχέση μαζί της. Αλλά το μυαλό του ταξίδευε στα Γιάννενα. Είναι αυτό που είπα και στην αρχή με τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Αν παλαιότερα είχε συμβεί κάτι μεταξύ τους, μάλλον θα είχε τελειώσει τώρα άδοξα. Αλλά θα υπήρχε κάτι. Τώρα υπάρχει μόνο το «άχτι». Γιατί να μην της είχε πει τίποτε τότε; Γιατί; Γιατί;

Τα χρόνια περνούσαν και σιγά σιγά οι επαφές τους ελαττωνόταν. Ο Τάκης προσπάθησε μερικές φορές να της προτείνει να βγούνε για ένα καφέ, να τα πούνε λιγάκι και από κοντά αλλά πάντα έπαιρνε σαν απάντηση δικαιολογίες. Αληθινές, ψεύτικες δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως η Δέσποινα δεν μπορούσε να συναντήσει τον παλιό της φίλο, τον παλιό της συμμαθητή. Ίσως και να μην ήθελε. Τώρα πλέον δεν τον πείραζε κιόλας . Ήταν συνηθισμένος στην στάση της. Άλλωστε είχε και τη Βιβή του. Όλα ξεχνιούνται με το χρόνο.

Ο Τάκης μόλις είχε παρκάρει το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι του και καθώς έβγαινε έπεσε μπροστά της. Είχαν πάνω από δύο χρόνια να μιλήσουν. Αντάλλαξαν τις πρώτες κουβέντες ώσπου κάποια στιγμή το βλέμμα της Δέσποινας καρφώθηκε στο χέρι του. Είδε τη βέρα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Βέβαια και αυτός ένιωσε περίεργα. Τις εξήγησε πως πάνε τρεις μήνες που είχε αρραβωνιαστεί την Βιβή. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι. Η αμηχανία της δεν μπορούσε να κρυφτεί. Αυτή τη συζήτηση δεν μπορούσαν να την κάνουν στο δρόμο. Του πρότεινε να βγουν το ίδιο βράδυ κάπου έξω να τα πούνε. Αυτή που παλαιότερα δεν είχε χρόνο να «σηκώσει κεφάλι» τώρα αμέσως ζητούσε συνάντηση. Και το ραντεβού ορίστηκε για το ίδιο βράδυ.

Τους βλέπω ώρα τώρα στο μικρό καφέ της πλατεία να τα λένε. Η Δέσποινα θέλει να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του αρραβώνα. Λες πως για να αρραβωνιαστεί ένα ζευγάρι μετά από τρία χρόνια δεσμό είναι κάτι περίεργο. Είναι κάτι δύσκολο. Του λέει πως δεν το περίμενε αυτό. Του λέει πως της ήρθε «κάπως». Δεν είχε φανταστεί πως θα τις πείραζε τόσο πολύ. Πως μπόρεσε να της το κάνει αυτό; Ο Τάκης τότε την διέκοψε. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να της τα πει «χύμα». Αυτή δεν ήταν που τόσα χρόνια τον «έφτυνε»; Αυτή δεν ήταν που ποτέ δεν του έδωσε καμιά ελπίδα; Ναι μεν δεν της το είχε πει. Της το είχε δείξει όμως χιλιάδες φορές. Πού είναι η τόσο αναπτυγμένη γυναικεία διαίσθηση; Δεν μπορεί να μην είχε καταλάβει κάτι. Τώρα ζητάει και τα «ρέστα»; Προσπαθεί και πάλι να τον πληγώσει; Να του δημιουργήσει τύψεις; Ενοχές;

Όταν σηκώθηκαν από το τραπεζάκι της καφετέριας ήταν αργά. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Εκείνος είχε ανοίξει την καρδιά του και πλέον ήταν ήσυχος. Έφυγε ένα βάρος που το κουβαλούσε δέκα χρόνια. Εκείνη πάλι έδειχνε ακόμα σαστισμένη αλλά το είχε πάρει απόφασή. Ήταν μεγάλα τα λάθη της αλλά τι μπορούσε να κάνει τώρα; Ο Τάκης της πρότεινε να την πάει στο σπίτι της. Εκείνη δέχτηκε. Πώς να μην δεχτεί; Τώρα μπορούσε να δεχτεί κάθε του πρόταση. Αργά πλέον, αλλά και τι άλλο να κάνει; Το «χαστούκι» ήταν ηχηρό. Μάλλον την πόνεσε.

Το σπίτι της Δέσποινας δεν ήταν μακριά. Τους βλέπω να καληνυχτίζονται βιαστικά. Διακρίνω στα μάτια της την απογοήτευση. Τη θλίψη ίσως. Αυτός είναι όμως ανάλαφρος. Τα είπε και ησύχασε. Τουλάχιστον τώρα όλα τελείωσαν και τυπικά. Μια τελευταία καληνύχτα και… τέλος. Τέλος; Μα τι λέω; Αυτή σκύβει και τον φυλάει βιαστικά. Αλλά δεν είναι ένα απλό φιλί. Κρύβει μέσα του πολλά. Είναι χιλιάδες φιλιά που έπρεπε να του είχε δώσει έως σήμερα, κρυμμένα μέσα σε αυτό το φιλί. Έκλεισε δυνατά την πόρτα φεύγοντας. Και αυτός αποσβολωμένος. Παγωμένος. Μετά από 10 λεπτά κατάφερε να βρει τη δύναμη να γυρίσει το κλειδί της μίζας και να φύγει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου