Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Μη μου λες αντίο

Η Ελευθερία ήταν απόλυτα προετοιμασμένη για αυτό το meeting. Δεν ήταν ένα οποιαδήποτε meeting. Της το είχε επισημάνει το αφεντικό της. Θα ήταν μια συγκέντρωση όλων των συνεργατών ανά την Ελλάδα, για συζήτηση πάνω σε όλα τα θέματα της εταιρίας. Το αεροπλάνο σε λίγο θα προσγειωνόταν στο ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’. Ήταν μια ευχάριστη πτήση. Άλλωστε πόσο κρατάει η διαδρομή Κρήτη - Αθήνα; Ούτε καλά καλά τις σημειώσεις της δεν πρόλαβε να κοιτάξει. Και σε λίγο θα βρισκόταν στο χώρο του meeting.

Μέσα στο ταξί πρόλαβε να κάνει ένα τηλεφώνημα στην Κρήτη. Ήθελε να μάθει πως είναι τα δύο της αγγελούδια. Η Ελευθερία ήταν 26 χρονών. Είχε κάνει ένα ευτυχισμένο γάμο πριν από τέσσερα χρόνια και είχε αποκτήσει δυο παιδιά. Είχε μια πολύ καλή δουλεία και ένιωθε σιγουριά. Μπορεί να είχε μπει σε μια καθημερινή ρουτίνα αλλά παρόλα αυτά δεν παραπονιόταν. Είχε όλα όσα είχε προγραμματίσει χρόνια τώρα και δεν είχε άλλους στόχους. Της άρεσε αυτή η ζωή. Μάλλον ήταν ευτυχισμένη.

Στην αρχή δεν είχε πολυπροσέξει τον Δημοσθένη. Μπορεί να καθόταν απέναντι της στην αίθουσα συσκέψεων αλλά την είχε απορροφήσει η συζήτηση. Εκείνος όμως είχε καρφώσει τα μάτια πάνω της. Ήταν χρόνια στέλεχος της εταιρίας. Εκεί στα κεντρικά, στην Αθήνα. Κλασικός τριαντάρης εργένης. Με μια ελεύθερη ζωή. Χωρίς δεσμεύσεις. Ζούσε έντονα τη ζωή του. Ήταν ίσως και τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Μια πολύ καταπιεστική, παιδική ηλικία. Και όλα του τα απωθημένα τα έβγαζε τώρα. Δεν τον ένοιαζαν και πολύ τα σχόλια του κόσμου. Αυτός να περνάει καλά και να έχει τη δουλίτσα του. Όλα τα άλλα, όσα έρθουν και όσα πάνε.

Αυτή η γυναίκα τώρα απέναντί του όμως ένιωσε να τον συγκινεί. Του άρεσε το στιλ της, οι κινήσεις της το χαμόγελό της. Μπορεί να την έβλεπε απόμακρη αλλά αυτουνού του άρεσε. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Μετά το τέλος του meeting την πλησίασε. Της συστήθηκε. Η Ελευθερία του χαμογέλασε και του είπε το όνομά της και από πού ήταν. Ήταν το πρώτο πράγμα που τον ενόχλησε. Γιατί γαμώτο να είναι από τόσο μακριά; Δεν πειράζει. Συνέχισε να της μιλά. Και αυτή όμως άρχισε σιγά σιγά να ανοίγεται. Δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.

Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα από το meeting. Δεν την είχε ξεχάσει όμως. Είχε καταφέρει να μιλήσει στην «άτακτη» καρδιά του. Και ένιωσε ευτυχισμένος όταν του ζήτησε ο διευθυντής να επικοινωνήσει μαζί της στην Κρήτη, για δουλείες της εταιρίας. Πέταξε στα ουράνια όταν η Ελευθερία τον θυμήθηκε αμέσως. Αλλά και αυτή δεν τον είχε ξεχάσει. Είχε ξεχάσει πως είναι να την φλερτάρουν. Είχε ξεχάσει πως είναι να αρέσει. Αυτός ο γάμος, αυτή η συζυγική σχέση την είχε κοιμίσει. Σπίτι, δουλειά, παιδιά και ως εδώ. Ήταν μόλις 26 χρονών και είχε πιστέψει πως είχε κλείσει τον κύκλο της σαν γυναίκα. Και τώρα ήταν αυτός. Μπορεί να ήταν ένα τηλεφώνημα τελείως επαγγελματικό στην αρχή αλλά δεν έμεινε σε αυτό. Το πράγμα συνεχίστηκε.

Μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο. Στην αρχή διστακτικά. Στην αρχή με κάποιο φόβο. Αλλά σιγά σιγά όλα άλλαξαν. Ζούσαν μέσα σε ένα παραλήρημα. Εκείνος είχε βυθιστεί σε έναν απύθμενο έρωτα. Εκείνη δεν ήξερε τι ήθελε. Της άρεσε αυτή η κατάσταση. Της άρεσε να ακούει τα γλυκόλογα του. Είχε χρόνια να ακούσει τέτοια λόγια. Και να τώρα. Είχε αρχίσει να του λέει και αυτή τέτοια. Ένιωθε περίεργα φυσικά. Ήταν οι τύψεις, το άγχος η και ο φόβος ίσως. Αν το μάθαινε ο άντρας της; Που πήγαινε αυτό το πράγμα; Τι μπορεί να ζητούσε ο Δημοσθένης από μια παντρεμένη γυναίκα; Τι ζητούσε αυτή από έναν άλλο άντρα; Τα παιδιά της; Ο άντρας της; Σκέψεις πολλές. Και στους δυο. Αλλά το συνέχιζαν. Μια γλυκιά ηδονή, έστω και εξ αποστάσεως, τους είχε συνεπάρει.

Τώρα πλέον τα πράγματα είχαν μπλεχτεί για τα καλά. Η Ελευθερία είχε αρχίσει να είναι αφηρημένη στο σπίτι. Ο άντρας της προσπαθούσε να καταλάβει τι έτρεχε. Αλλά που να πάει το μυαλό του φουκαρά. Θα περνάει κάποια φάση, σκέφτηκε. Ο Δημοσθένης από την άλλη, ήταν χειρότερα. Αυτός είχε ερωτευτεί για τα καλά. Αλλά έβλεπε τον αδιέξοδο έρωτα. Η ελπίδα όμως σιγόκαιγε μέσα του. Δεν ήξερε τι έπρεπε να περιμένει. Δεν τολμούσε να σκεφτεί. Το μόνο που ήξερε ήταν πως είχε αλλάξει. Κανείς πλέον δεν τον αναγνώριζε. Που είναι ο παλιός Δημοσθένης; Που είναι οι διασκεδάσεις, οι κραιπάλες; Το πιο «αμαρτωλό» παιδί της παρέας είχε κλειστεί πια μέσα στον εαυτό του. Τον είχε διαλύσει ο έρωτας. Όχι όμως ένας οποιοσδήποτε έρωτας. Ο έρωτας για κείνη. Για μια παντρεμένη που μιλούσε μαζί της μόνο στο τηλέφωνο και τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα. Και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι’ αυτήν.

Το νέο meeting της εταιρείας ακούστηκε σαν το πιο χαρμόσυνο μήνυμα για την Ελευθερία. Θα ξανάβλεπε από κοντά αυτόν που είχε αλλάξει τη ζωή της. Αυτόν που την έκανε να σκεφτεί και πάλι διαφορετικά. Έπρεπε να αποφασίσει. Ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, τι να επιλέξει; Η λογική ήταν απαγορευτική. Δεν επέτρεπε τέτοιες ανωριμότητες. Το συναίσθημα όμως πρόσταζε διαφορετικά. Το συναίσθημα, της έλεγε πως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Πως δεν έπρεπε να έχει «κοιμίσει» το κορμί και την καρδιάς της, πριν την ώρα της. Έπρεπε τώρα να κάνει την υπέρβαση. Δεν ήξερε αν είχε τι δύναμη. Ήξερε μόνο πως έπρεπε ή τώρα ή ποτέ. Αλλά και αυτός ήταν σαν χαμένος. Τι πάω να κάνω; Θα τινάξω ένα σπίτι στον αέρα; Πως μπορώ; Δεν θέλω να κάνω κακό σε κανένα. Πολύ περισσότερο σε αυτή. Σε αυτή που του άλλαξε τη ροή της ζωής του. Της ζωής που τόσο είχε αψηφήσει στο παρελθόν.

Όλα ήταν προγραμματισμένα. Τα είχαν μελετήσει και τα είχαν αποφασίσει. Θα περνούσαν τις δέκα μέρες που θα κρατούσε η δουλειά τους μαζί. Είχαν κάνει τόσα σχέδια. Θα ήταν όλα υπέροχα. Τους έφτανε και μόνο το ότι θα έβλεπε ο ένας τον άλλο. Και η στιγμή ήρθε. Την αρχική αμηχανία, διαδέχτηκε αμέσως το πάθος. Κρατούσε ο ένας τον άλλον σφικτά στην αγκαλιά του. Νόμιζες πως είχαν κολλήσει. Δεν θέλανε να χάσει ο ένας τον άλλον. Αλλά ήρθε και η στιγμή των αναλογισμών. Ήρθε η λογική. Και οι συζητήσεις τους έφεραν σε περίεργους δρόμους. Ήθελαν να είναι μαζί όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Αλλά… Υπήρχε ένα αλλά. Αυτό το αλλά που τους σκότωνε. Η απόφαση είχε παρθεί. Δέκα μέρες …διακοπές. Όσο μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν. Να περάσουν καλά και ύστερα το τέλος. Τους ένοιαζε μόνο που τώρα ήταν μαζί. Τους είχαν λείψει οι στιγμές ευτυχίας και τώρα δεν θα τις έχαναν με τίποτε. Φλόγες έβγαζαν τα χείλη τους. Καιγότανε τα κορμιά και οι καρδιές τους. Στο βάθος του μυαλού τους υπήρχε η σκέψη του τέλους που έφτανε. Αλλά δεν θέλανε να το σκέφτονται. Γιατί να χάσουνε το υπέροχο σήμερα με το φρικτό για αυτούς, αύριο;

Είχαν περάσει ήδη πολλές ώρες στο λιμάνι. Ήθελαν να πάνε από νωρίς. Ήθελαν να πούνε πολλά ακόμα. Αλλά ο χρόνος τελείωνε. Το πλοίο που σε λίγο θα τους χώριζε για πάντα. Ο Δημοσθένης την κρατούσε αγκαλιά. Ήξερε πως ήταν η τελευταία αγκαλιά και την έσφιγγε λες και από φόβο να μην φύγει ένα λεπτό νωρίτερα. Η καρδιά της Ελευθερίας χτυπούσε δυνατά. Σκεφτότανε αυτά που την περιμένουν πίσω. Αλλά την στεναχωρούσε και το κομμάτι της που άφηνε εδώ. Πως θα ξεχνούσε; Μπορούσε; Καλά είναι τα αντίο που είπαν. Καλές ήταν οι αποφάσεις που πήραν. Αλλά πώς να τις τηρήσεις; Πώς να σβήσεις από την καρδιά σου με μιας, κάτι χαραγμένο τόσο βαθιά; Ένα τελευταίο φιλί αποχωρισμού και μετά …τίποτε.

Εκείνη έμεινε στην πρύμνη να κοιτά τη στεριά που χάνονταν σιγά σιγά. Εκείνος έκανε μια τελευταία βόλτα στο λιμάνι για να σκεφτεί. Είχαν περάσει τόσα πολλά σε αυτό το λιμάνι. Τόσες αναμνήσεις. Άρχισε να πέφτει το σούρουπο. Σιγοτραγουδούσε. Πάντα του άρεσε το τραγούδι αυτό. Αλλά τώρα τον συγκλόνιζε. Του μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά. Αλλά τώρα δεν τον πλήγωνε πια. Αισθανότανε βαθιά το στίχο μέσα του. ‘Τα ήσυχα βράδια θα περνάει φωτισμένο της ζωής μου το τρένο που θα 'σαι μέσα κι εσύ...’ Και αυτή ήταν τώρα η αλήθεια. Στη ζωής τους το τρένο θα είναι σε κάποιο βαγόνι για πάντα ο άλλος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου